- πολύστονος
- πολύ-στονος: much-sighing, mournful, Od. 19.118; grievous, Il. 15.451.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πολύστονος — much sighing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύστονος — ον, Α 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει πολλούς στεναγμούς, που στενάζει ή θρηνεί πολύ, δυστυχισμένος 2. (για πράγμ.) αυτός που προκαλεί πολλούς στεναγμούς, ο αίτιος πολλών στεναγμών, ο λυπηρός («εἶτα τὴν πολύστονον Τροίαν ἑλόντα κλέος ὑπέρτατον… … Dictionary of Greek
πολύστονον — πολύστονος much sighing masc/fem acc sg πολύστονος much sighing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυστόνου — πολύστονος much sighing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυστόνους — πολύστονος much sighing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυστόνων — πολύστονος much sighing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυστόνῳ — πολύστονος much sighing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύστονα — πολύστονος much sighing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύστονε — πολύστονος much sighing masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύστονοι — πολύστονος much sighing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυστόνωι — πολυστόνῳ , πολύστονος much sighing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)